- ομόσπορος
- -η, -ο (Α ὁμόσπορος, -ον)αυτός που γεννήθηκε από τους ίδιους γονείςνεοελλ.βοτ. (για φυτ. οργανισμό) αυτός που παράγει ενός είδους και όμοια σπόριααρχ.1. (για την Ιοκάστη) κοινή σύζυγος δύο ανδρών2. (για τον Οιδίποδα) αυτός που έχει την ίδια σύζυγο με άλλον («καὶ τοῡ πατρὸς ὁμόσπορός τε καὶ φονεύς», Σοφ.)3. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ὁ, ἡ ὁμόσποροςο αδελφός ή η αδελφή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + -σπορος (< σπόρος < σπείρω), πρβλ. νεό-σπορος. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. homospore].
Dictionary of Greek. 2013.